ημιόνειος

ημιόνειος
ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»
ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, χελιδόν-ειος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιόνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειον — ἡμιόνειος of masc acc sg ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείη — ἡμιόνειος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείην — ἡμιόνειος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείῃ — ἡμιόνειος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείῳ — ἡμιόνειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνεαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνεια — ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειοι — ἡμιόνειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”